κακοχαρτος

κακοχαρτος
    κακόχαρτος
    κᾰκό-χαρτος
    2
    радующийся чужому горю, злорадный Hes.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κακοχαρτος" в других словарях:

  • κακόχαρτος — κακόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)] …   Dictionary of Greek

  • κακόχαρτος — rejoicing in evil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόχαρτον — κακόχαρτος rejoicing in evil masc/fem acc sg κακόχαρτος rejoicing in evil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»